ἀναγής

Revision as of 18:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, (ἄγος) A = ἐναγής, wretch, Herod.2.70, Hsch. (who also glosses it by καθαρός).

German (Pape)

[Seite 182] ές, = ἄναγνος, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνᾰγής: -ές, (ἅγος), ὁ μὴ ἐναγής, καθαρός, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐναγής: - ἡ παρὰ τοῦ Ἁρπ. διδομένη ἑρμηνεία χρῄζει διορθώσεως.

Spanish (DGE)

-ές
impuro, con mancilla Thdt.M.81.325A, Meth.Sym.et Ann.M.18.353B, Hsch.

Greek Monolingual

ἀναγής, -ές (Α)
1. άναγνος, εναγής
2. (κατά τον Ησύχ.) αγνός, καθαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δεν μαρτυρείται συχνά και είναι αμφίβολης σημασίας. Ο τ. ἀναγής < ἀν(α)- + ἄγος, με την πρώτη του σημασία (πρβλ. ἐναγής) και ἀναγής < ἀν- στερ. + ἄγος, με τη δεύτερη σημασία, όπως απαντά στον Ησύχιο].