εναγής
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
-ές (AM ἐναγής, -ές)
αυτός που ενέχεται σε άγος, ο μολυσμένος από κάποιο φόνο ή ανοσιούργημα, καταραμένος, αφορισμένος, αποτρόπαιος
αρχ.
1. (για λόγους ή πράγμ.) βδελυρός, μυσαρός, ανόσιος
2. αυτός που δεσμεύεται με κατάρα εναντίον του για την περίπτωση απιστίας («τὸν ἐναγῇ φίλον μήποτ' ἐν αἰτίᾳ σὺν ἀφανεῖ λόγῳ σ' ἄτιμον βαλεῖν», Σοφ.)
επίρρ...
ἐναγῶς
ευσεβώς, με σεβασμό.