ἀναμηρύομαι

Revision as of 18:21, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A wind up, draw back, as a thread, Plu.2.978d.

German (Pape)

[Seite 198] wie einen Faden aufwickeln, zurückziehen, Plut. Sol. an. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμηρύομαι: ἀποθ., περιτυλίσσω, ἀνασύρω, ὡς ἐπὶ κλωστῆς, Πλούτ. 2. 978D.

French (Bailly abrégé)

amener à soi en pelotonnant.
Étymologie: ἀνά, μηρύομαι.

Spanish (DGE)

I enrollar atrayendo hacia síde la sepia, Plu.2.978d.
II 1recapitular τῆς προφητείας τὸν σκοπόν Cyr.Al.M.71.109D.
2 repetir ἕκαστα τῶν ἤδη προειρημένων Cyr.Al.M.73.413B.

Greek Monolingual

ἀναμηρύομαι (ΑΜ)
1. τυλίγω, μαζεύω (κλωστή κ.λπ.)
2. συνοψίζω, ανακεφαλαιώνω
3. επαναλαμβάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μηρύομαι «μαζεύω, τυλίγω, παρατάσσω»].

Russian (Dvoretsky)

ἀναμηρύομαι: наматывая вытягивать, вытаскивать (τι τῶν ἰχθυδίων Plut.).