ἀναπλημμύρω

Revision as of 18:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A make overflow, ἀνεπλήμμῡρε θάλασσαν Q.S.14.635.

German (Pape)

[Seite 202] überfluthen lassen, θάλασσαν Qu. Sm. 14, 634.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπλημμύρω: κάμνω νὰ πλημμυρήσῃ, ἀνεπλήμμῡρε θάλασσαν Κόϊντ. Σμ. 14. 635.

Spanish (DGE)

hacer desbordarse θάλασσαν de Posidón Q.S.14.635.

Greek Monolingual

ἀναπλημμύρω (Α)
κάνω κάτι να πλημμυρίσει.

Greek Monolingual

(-έω) (Α ἀναπλημμυρῶ) (Ν και αναπλημμυρίζω)
πλημμυρίζω εκ νέου, ξεχειλίζω, είμαι πλημμυρισμένος.