ἀνταμοιβή
English (LSJ)
ἡ, A interchange, πυρὸς ἀ. τὰ πάντα καὶ πῦρ ἁπάντων Heraclit.90. 2 repayment, requital, εὐεργεσίας Charito5.2.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 intercambio πυρὸς ... ἀ. τὰ πάντα καὶ πῦρ ἁπάντων Heraclit.B 90.
2 respuesta, PSarap.100.8 (III d.C.).
3 pago εὐεργεσίας Charito 5.2.
Greek Monolingual
η (AM ἀνταμοιβή)
παροχή αμοιβής για υπηρεσίες, ανταπόδοση
αρχ.
ανταλλαγή, εναλλαγή.