ἀντιληπτέον
English (LSJ)
A one must take part in a matter: abs., Ar Pax485; τῶν πραγμάτων αὐτοῖς ἀ. D.1.2, cf. 14. II one must hold back, ἀ. τοῦ ἵππου τῷ χαλινῷ X.Eq.8.8. III Adj. ἀντι-ληπτέος, α, ον, ὁ λόγος Plu.Nob.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιληπτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ λάβῃ μέρος ἔν τινι ὑποθέσει, Ἀριστοφ. Εἰρ. 485· τῶν πραγμάτων αὑτοῖς ἀντ. Δημ. 9. 13, πρβλ. 13.15. ΙΙ. ἴδε ἀντιλαμβάνω ΙΙΙ.
Spanish (DGE)
1 abs. hay que ponerse a la obra, esforzarse Ar.Pax 485.
2 hay que hacerse cargo, tomar sobre sí τῶν πραγμάτων ... αὐτοῖς ἀ. D.1.2, cf. 14, τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς ἐλπίδος Mac.Aeg.M.34.945B.
3 hay que sujetar τοῦ ἵππου ἀ. τῷ χαλινῷ X.Eq.8.8.
Greek Monotonic
ἀντιληπτέον: ρημ. επίθ. του ἀντιλαμβάνω, αυτό που πρέπει να ληφθεί υπόψιν σε μια συζήτηση ή κατάσταση, σε Αριστοφ.· τῶν πραγμάτων αὐτοῖς ἀντ., σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιληπτέον: adj. verb. к ἀντιλαμβάνω.