ἀπαιόλη

Revision as of 19:53, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, (αἰόλος) A loss by fraud, τέθνηκεν . . χρημάτων ἀπαιόλῃ A.Fr.186. II fraud, cj. Herm.in E.Hel.1056; personified in Ar. Nu.1150.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιόλη: ἡ, (αἰόλος) «ἀπάτη, ἀποστέρησις» καθ’ Ἡσύχ.· τέθνηκεν… χρημάτων ἀπαιόλῃ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 185. ΙΙ. Ἀπαιόλη ἢ Ἀπαιολή, ἡ ἀπάτη προσωποποιουμένη ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 1150 («Ἀριστοφάνης δὲ (ὁ γραμματικὸς) ὀξύνεσθαί φησι τὴν ἐσχάτην, Ἀπαιολή», Σχόλ. αὐτόθι).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
tromperie, fraude.
Étymologie: ἀπό, αἰόλος.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
pérdida por fraude τέθνηκεν ... χρημάτων ἀπαιόλῃ A.Fr.309.

Greek Monotonic

ἀπαιόλη: ἡ (αἰόλος
I. εξαπάτηση, δόλος, απάτη.
II. Ἀπαιόλη ή Ἀπαιολή, η απάτη προσωποποιημένη, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαιόλη: ἡ обман, надувательство Aesch., Arph.

Middle Liddell

αἰόλος
cheating, fraud, personified in Ar.