ἀπάνθισμα
English (LSJ)
ατος, τό, A inflorescence, τὸ ἀκρότατον τῆς ψυχῆς καὶ τὸ ἀ. Olymp.in Alc.p.226C.; flower plucked or culled, Eust.782.21; τὸ τερπνὸν τῆς πορφύρας ἀ., rhetorical description of the emperor Constant. Porphyrog., Gp.Prooem.11.
German (Pape)
[Seite 278] τό, abgepflückte Blume, Schol. Pind. oft.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπάνθισμα: τό, ἡ ἐκλογὴ τοῦ ἀρίστου, ὁ «ἀνθός», «ἔστι δὲ ἄωτον τὸ οἰωνεὶ ἀπάνθισμα καὶ κάλλιστον» Εὐστ. 782. 21· τὸ τερπνὸν τῆς πορφύρας ἀπ., ῥητορικὴ περιγραφὴ τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογεν. Γεωπ. Προοίμ. 11· ἐκλογὴ τεμαχίων ἐκ ποιητῶν ἢ πεζῶν συγγραφέων, «ἀπάνθισμα φυσικῶν τε καὶ φιλοσόφων δογμάτων τοῦ σοφωτάτου Συμεὼν» Μιχ. Ἀποστ. ἐν τῷ Μεδ. κώδικι τοῦ Ἁρποκρ. 58. 4: - ἀπανθισμός, ὁ, συλλογὴ ἀνθέων, Σχολ. εἰς Ἰλ. - ἐν Γαλην. 2. 808, σημαίνει ἢ γραμμὴν μόλις ὁρατήν, ἢ τριχοειδὲς ἀγγεῖον.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
la flor, lo más selecto τὸ ἀκρότατον τῆς ψυχῆς ... καὶ τὸ ἀ. Olymp.in Alc.226.1, τὸ τερπνὸν τῆς πορφύρας ἀ. del emperador Constantino Porfirogéneta Gp.proem.11.
Greek Monolingual
το (Μ ἀπάνθισμα)
νεοελλ.
εκλογή των άριστων ποιητικών ή πεζών έργων, ανθολογία
μσν.
λουλούδι κομμένο ή διαλεγμένο, εκλεκτό.