ἀποκεφαλιστής

Revision as of 20:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A headsman, beheader, head-chopper, decapitator, Str.11.14.14.

German (Pape)

[Seite 306] ὁ, der Kopfabschneider, Strab.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ verdugo encargado de decapitar Str.11.14.14.

Greek Monolingual

ο (AM ἀποκεφαλιστής)
1. αυτός που εκτελεί τον αποκεφαλισμό, ο δήμιος
νεοελλ.
«Αγιος Ιωάννης ο Αποκεφαλιστής» (αντί αποκεφαλισθείς)
ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, όταν γιορτάζεται τον Αύγουστο σ' ανάμνηση του αποκεφαλισμού του.