ἀρτιγενής

Revision as of 23:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A just born or made, Nic.Al.357, Ael.NA4.34, Sor.1.87.

German (Pape)

[Seite 361] ές, jüngst geboren, entstanden, Nic. Al. 355; Ael. N. A. 4, 34.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιγενής: -ές, ὁ μόλις γεννηθεὶς ἢ ποιηθείς, Νικ. Ἁλ. 357, Αἰλ. π. Ζ. 4. 34.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
nouveau-né.
Étymologie: ἄρτι, γένος.

Spanish (DGE)

(ἀρτῐγενής) -ές
1 recién nacido, βρέφος Nic.Al.357, Sch.A.Th.330-331, σκύμνοι Ael.NA 4.34, cf. Sor.65.12, Dsc.4.142, βοῦς Euagr.Schol.HE 5.8
subst., Gal.9.18, Corp.Herm.18.12, 13.5.
2 de cosas recién creado τῶν ἐπιγραμμάτων τὰ ἀρτιγενῆ Agath.praef.8.

Greek Monolingual

ἀρτιγενής, -ές (Α)
αυτός που μόλις γεννήθηκε ή έγινε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτι- + -γενής < γένος (πρβλ. αειγενής, αιθρηγενής)].