άρτι

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

(AM ἄρτι)
1. τώρα, αυτή τη στιγμή
2. ευθύς αμέσως
μσν.
1. προ πολλού
2. τώρα πια, από δω και πέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. ερμηνεύεται είτε ως τοπική πτώση ενός συμφωνόληκτου θέματος αρ-τ- με την έννοια της συναρμογής, ρυθμίσεως, τάξεως (< ρίζα αρ-, πρβλ. αραρίσκω) είτε ως αιτιατική ουδετέρου σε -ι, που προήλθε από το ίδιο θέμα αρ-τ-. Το άρτι φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ΙΕ., παρουσιάζει δε απόλυτη αντιστοιχία προς τα αρμεν. ard «μόλις, προ ολίγου, τώρα» (και ως α' συνθετικό λέξεων, λ.χ. ard-a-cin, πρβλ. αρτιγενής), λιθ. arti «κοντά σε», λατ. ars (artis) «δεξιοτεχνία, γνώση και εμπειρία για κάτι» και πιθ. αρχ. ινδ. ŗtάm «κανονισμός», ŗtάs «σωστός, ορθός»].