άρτι

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source

Greek Monolingual

(AM ἄρτι)
1. τώρα, αυτή τη στιγμή
2. ευθύς αμέσως
μσν.
1. προ πολλού
2. τώρα πια, από δω και πέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. ερμηνεύεται είτε ως τοπική πτώση ενός συμφωνόληκτου θέματος αρ-τ- με την έννοια της συναρμογής, ρυθμίσεως, τάξεως (< ρίζα αρ-, πρβλ. αραρίσκω) είτε ως αιτιατική ουδετέρου σε -ι, που προήλθε από το ίδιο θέμα αρ-τ-. Το άρτι φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ΙΕ., παρουσιάζει δε απόλυτη αντιστοιχία προς τα αρμεν. ard «μόλις, προ ολίγου, τώρα» (και ως α' συνθετικό λέξεων, λ.χ. ard-a-cin, πρβλ. αρτιγενής), λιθ. arti «κοντά σε», λατ. ars (artis) «δεξιοτεχνία, γνώση και εμπειρία για κάτι» και πιθ. αρχ. ινδ. ŗtάm «κανονισμός», ŗtάs «σωστός, ορθός»].