ἀσήμων
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A = ἄσημος 111, S.OC1668.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀσήμων: -ον, γεν. ονος = ἄσημος ΙΙΙ, μόνον παρὰ Σοφ. Ο. Κ. 1668.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
indistinct, obscur.
Étymologie: ἀ, σῆμα.
Spanish (DGE)
-ον
no significativo, ininteligible γόων οὐκ ἀσήμονες φθόγγοι S.OC 1668, cf. E.New Fr.Phot.38.
Greek Monolingual
ἀσήμων, -ον (Α) σήμα
ο άσημος, ο δυσδιάκριτος.
Greek Monotonic
ἀσήμων: -ον, γεν. -ονος, = ἄσημος III, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσήμων: 2, gen. ονος неясный, неразборчивый (φθόγγοι Soph.).