ἀσήμων
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
ἀσήμον, gen. ονος, = ἄσημος III, S.OC1668.
Spanish (DGE)
-ον
no significativo, ininteligible γόων οὐκ ἀσήμονες φθόγγοι S.OC 1668, cf. E.New Fr.Phot.38.
German (Pape)
[Seite 369] ον, = ἄσημος, Soph. O. C. 1664.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
indistinct, obscur.
Étymologie: ἀ, σῆμα.
Russian (Dvoretsky)
ἀσήμων: 2, gen. ονος неясный, неразборчивый (φθόγγοι Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσήμων: -ον, γεν. ονος = ἄσημος ΙΙΙ, μόνον παρὰ Σοφ. Ο. Κ. 1668.
Greek Monolingual
ἀσήμων, -ον (Α) σήμα
ο άσημος, ο δυσδιάκριτος.
Greek Monotonic
ἀσήμων: -ον, γεν. -ονος, = ἄσημος III, σε Σοφ.