ἀτύρωτος
English (LSJ)
[ῡ], ον, A not curdled or coagulated, Dsc.3.34, Orib.Fr.137.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀτύρωτος: -ον, ἐπὶ γάλακτος, τὸ μὴ πηγνύμενον ἢ μὴ πεπηγὸς εἰς τυρόν, «ὁ ἡδύοσμος... καὶ γάλα ἀτύρωτον φυλάσσει, ἐναποκλυσθέντων αὐτῷ τῶν φύλλων» Διοσκ. 3. 41 [ῡ].
Spanish (DGE)
-ον no cuajado, γάλα Dsc.3.34, Orib.Ec.140.