ἀτύρωτος
From LSJ
Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.
English (LSJ)
[ῡ], ον, not curdled or coagulated, Dsc.3.34, Orib.Fr.137.
Spanish (DGE)
-ον no cuajado, γάλα Dsc.3.34, Orib.Ec.140.
German (Pape)
[Seite 390] nicht gekäset, γάλα Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτύρωτος: -ον, ἐπὶ γάλακτος, τὸ μὴ πηγνύμενον ἢ μὴ πεπηγὸς εἰς τυρόν, «ὁ ἡδύοσμος... καὶ γάλα ἀτύρωτον φυλάσσει, ἐναποκλυσθέντων αὐτῷ τῶν φύλλων» Διοσκ. 3. 41 [ῡ].