ἀρισκυδής

Revision as of 23:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ᾰ], ές, (σκύζω) A very wrathful, Call.Fr.108.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρισκῡδής: -ές, (σκύζω) λίαν ὀργίλος, ἀρισκυδὴς εὖνις Διός, ἡ ἄγαν σκυζομένη, ὀργιζομένη, Καλλιμ. Ἀποσπ. 108.

Spanish (DGE)

(ἀρισκῡδής) -ές

• Prosodia: [ᾰ-]
muy irritado εὖνις ... Διός Call.SHell.267.

Greek Monolingual

ἀρισκυδής (-οῡς), -ές (Α)
πολύ οργισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + σκύζομαι «οργίζομαι, αγανακτώ»].