ἀρισκυδής
τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)
English (LSJ)
[ᾰ], ές, (σκύζω) very wrathful, Call.Fr.108.
Spanish (DGE)
(ἀρισκῡδής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
muy irritado εὖνις ... Διός Call.SHell.267.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρισκῡδής: -ές, (σκύζω) λίαν ὀργίλος, ἀρισκυδὴς εὖνις Διός, ἡ ἄγαν σκυζομένη, ὀργιζομένη, Καλλιμ. Ἀποσπ. 108.
Greek Monolingual
ἀρισκυδής (-οῦς), -ές (Α)
πολύ οργισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + σκύζομαι «οργίζομαι, αγανακτώ»].
German (Pape)
[ῡ] (σκύζω), sehr zornig, Callim. frg. 108.
Translations
wrathful
French: courroucé; Georgian: მრისხანე, შმაგი; German: zornig, erzürnt; Greek: έξαλλος, εξοργισμένος, έξω φρενών, οργισμένος; Ancient Greek: ἀποργής, ἀρισκυδής, βαρύκοτος, βαρυμάνιος, βαρυμήνιος, βαρύμηνις, δύσμηνις, ἐπίκοτος, θυμοπληθής, κοτήεις, μηνιτής, περίθυμος, περιοργής, ὑπέρχολος, χολωτός; Manx: corree, jymmoosagh, fargagh; Norwegian: olm; Polish: gniewny; Russian: гневный, разгневанный, рассерженный; Spanish: furioso