ἁλιρραίστης

Revision as of 00:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, (ῥαίω) A ravening in the sea, δράκων Nic.Th.828.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιρραίστης: ὁ, (ῥαίω) ὁ ὡς μαινόμενος διασχίζων τὴν θάλασσαν ὁ καταστρεπτικός, δράκων, Νικ. Θ. 828.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Prosodia: [ᾰ-]
que asola el mar δράκων Nic.Th.828.

Greek Monolingual

ἁλιρραίστης, ο (Α)
αυτός που κάνει καταστροφές μέσα στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἁλι- + -ραίστης < ραίω «καταστρέφω, συντρίβω»].