ἐγκαταπλέκω
English (LSJ)
A interweave, entwine, ἀκάνθας δι' ἀλλήλων Plu.2.494a:—Pass., X.Cyn.9.12.
German (Pape)
[Seite 706] einflechten, einfügen; Xen. Cyn. 9, 12 u. Sp., wie Plut. sol. an. 35 p. 200, καὶ συνείρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταπλέκω: μέλλ. -πλέξω, ἐνυφαίνω, συμπλέκω, περιπλέκω, Ξεν. Κυν. 9. 12.
French (Bailly abrégé)
Spanish (DGE)
entrelazar, entramar τὰς ἀκάνθας ... δι' ἀλλήλων Plu.2.494a, τὰς τῆς βελόνης ἀκίδας ... τὰς μὲν εὐθείας τὰς δὲ πλαγίας Plu.2.983c, τὸ ῥάμμα, ᾧ τὸν στήμονα ἐγκαταπλέκουσι Hsch.α 7271, en v. pas. χρὴ δὲ εἶναι ... ἧλους ... ξυλίνους ἐγκαταπεπλεγμένους ἐν τῷ πλοκάνῳ es necesario que los clavos sean de madera, entrelazados en la cuerda trenzada X.Cyn.9.12
•fig., en el discurso entremezclar, combinar ὀνόματα D.H.Comp.12.8, τὰς παραινέσεις Lib.Sent.2.2.
Greek Monolingual
ἐγκαταπλέκω (Α)
συμπλέκω, ενυφαίνω.
Greek Monotonic
ἐγκαταπλέκω: μέλ. -πλέξω, συμπλέκω, αναμειγνύω, ανακατεύω, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαταπλέκω: вплетать, втыкать (ἧλοι ἐγκαταπεπλεγμένοι ἐν τῷ πλοκάμῳ Xen.; τὰς ἀκάνθας δι᾽ ἀλλήλων Plut.).
Middle Liddell
fut. -πλέξω
to interweave, entwine, Xen.