ἐκτειχισμός

Revision as of 01:20, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A fortification, Arr.An.6.20.1.

German (Pape)

[Seite 780] ὁ, Befestigung durch Mauern, Arr. An. 6, 20, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτειχισμός: ὁ, ἡ διὰ τειχῶν ὀχύρωσις, Ἀρρ. Ἀν. 6. 20, 2.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
fortificación, acción de fortificar τοῦ ναυστάθμου Arr.An.6.20.1.

Greek Monolingual

ἐκτειχισμός, ο (Α)
η πλήρης οχύρωση, ιδιαίτερα με τείχη («πρὸς τὸν ἐκτειχισμὸν τοῡ ναυστάθμου», για την πλήρη οχύρωση του ναυστάθμου
Αρριαν.).