ἐκτειχισμός
English (LSJ)
ὁ, fortification, Arr.An.6.20.1.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
fortificación, acción de fortificar τοῦ ναυστάθμου Arr.An.6.20.1.
German (Pape)
[Seite 780] ὁ, Befestigung durch Mauern, Arr. An. 6, 20, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτειχισμός: ὁ, ἡ διὰ τειχῶν ὀχύρωσις, Ἀρρ. Ἀν. 6. 20, 2.
Greek Monolingual
ἐκτειχισμός, ο (Α)
η πλήρης οχύρωση, ιδιαίτερα με τείχη («πρὸς τὸν ἐκτειχισμὸν τοῦ ναυστάθμου», για την πλήρη οχύρωση του ναυστάθμου
Αρριαν.).
Translations
fortification (act)
Bulgarian: укрепване, усилване; Chinese Mandarin: 防禦工事/防御工事, 工事; Esperanto: fortikado; Finnish: linnoittaminen; French: fortification, renforcement; Galician: fortificación; German: Festungsbau, Befestigen; Greek: οχύρωση; Ancient Greek: διατειχισμός, διοικοδόμησις, ἐκτειχισμός, ἐπιτείχισις, ὀχύρωσις, περιτείχισις, τείχισις, τειχισμός, χαράκωσις; Italian: fortificazione; Latin: fortificatio, munitio; Macedonian: утврдување, утврда; Malay: pengubuan; Norman: fortificâtion; Old Polish: fortyfikacja, umocnienie; Portuguese: fortificação; Romanian: fortificare; Russian: фортификация, укрепление; Spanish: fortificación; Swedish: befästning, befästningskonst