A fall into, ἐς ἄρκυν Lyc.105.
[Seite 818] = ἐμπαίω, Lycophr. 105, l. d.
caer, precipitarseεἰς ἄρκυν Lyc.104.
ἐμπταίω (Α)εμπίπτω, πέφτω μέσα σε κάτι.