ἐναλύω

Revision as of 08:03, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A = ἀλύω ἐν, revel in, exult over, c. dat., ἐ. καὶ ἐνυβρίζειν Ph. 2.369, cf.372; simply, dwell upon, ὅταν ἐναλύῃ αὐτοῖς ὁ λόγος Philostr. Im.2.8; θεραπείᾳ τῇ περὶ τὴν θεὸν ἐ. Hld.7.9; κόμη ἐναλύουσα τῷ μετώπῳ hair hanging wildly over the face, Philostr.Im.1.10.

German (Pape)

[Seite 826] darin herumschweifen, verweilen, Philostr. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναλύω: ἀλύω ἐν, Φιλόστρ. 823, κτλ.˙ κόμη ἐναλύουσα τῷ προσώπῳ, περιπλανωμένη ἀτάκτως ἐπὶ τοῦ προσώπου, ὁ αὐτὸς 779.

Spanish (DGE)

1 ensañarse c. dat. μέρεσι (σώματος) ἐναλύειν καὶ ἐνυβρίζειν ἀξιοῦσιν Ph.2.369, cf. 372.
2 ir de acá para allá, moverse agitadamente ἡ κόμη ... ἐναλύουσα τῷ μετώπῳ Philostr.Im.1.10, τις ἀνὴρ ἐναλύων ταῖς ὄχθαις Hld.2.21.2, cf. 7.9.1.
3 fig. divagar ὅταν ἐναλύῃ αὐτοῖς ὁ λόγος cuando el relato divaga sobre estos temas Philostr.Im.2.8.

Greek Monolingual

ἐναλύω (Α)
1. εντρυφώ, βρίσκω ευχαρίστηση ασχολούμενος με κάτι
2. γλεντοκοπώ, οργιάζω
3. περιπλανιέμαι κάπου («ἡ κόμη ἐναλύουσα τῷ μετώπῳ» — καθώς περιπλανιέται άτακτα στο μέτωπο, Φιλόστρ.).