ἐπικαταπλάσσω

Revision as of 09:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A put on a plaster as well, Hp.Fract.25.

German (Pape)

[Seite 946] (s. πλάσσω), mit einem Pflaster belegen, Hippocr.

Greek Monolingual

ἐπικαταπλάσσω (Α) επιθέτω επί πλέον έμπλαστρο, βάζω και κατάπλασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταπλάσσω «καλύπτω με κάτι»].