ἡ, A letting out work, Arch.Anz.1904.8(Milet.).
η (AM ἐργοδοσία)νεοελλ.οι εργοδότες ως ομάδα ή ως τάξηαρχ.-μσν.η ανάθεση εργασίας για εκτέλεση.