ἐφοδευτικῶς

Revision as of 10:15, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv. A by tracing an argument, advancing to a conclusion, S.E. M.8.308, P.2.142.

German (Pape)

[Seite 1121] bei Sext. Emp. adv. math. 8, 307, οὐ μόνον ἐφοδ., ἀλλὰ καὶ ἐκκαλυπτικῶς ἄγουσιν ἡμᾶς ἐπὶ τὸ συμπέρασμα, nicht auf künstliche, versteckte Weise. Vgl. ἔφοδος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφοδευτικῶς: ἐπιτροχάδην, ὡς ἐν παρόδῳ, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 308.

Greek Monolingual

ἐφοδευτικώς (Α)
επίρρ. επιτροχάδην, ως εν παρόδω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο εφοδευτικός (< εφοδευτής)].

Russian (Dvoretsky)

ἐφοδευτικῶς: путем умозаключения, в порядке вывода Sext.