σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
ο (Α ἐφοδευτής) εφοδεύωο αξιωματικός που κάνει έφοδο για έλεγχο, για επιθεώρηση τών φρουρών.