ὁ, A reducing treatment, τοῦ σώματος Hp.Fract.14.
ἰσχνασμός: ὁ, = ἴσχνανσις, Ἱππ. π. Ἀγμ. 762.
ἰσχνασμός, ὁ (Α)η ίσχνανση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχναίνω + κατάλ. -ασμός (πρβλ. κραδ-ασμός, μαρ-ασμός)].