ἰσχνασμός

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχνασμός Medium diacritics: ἰσχνασμός Low diacritics: ισχνασμός Capitals: ΙΣΧΝΑΣΜΟΣ
Transliteration A: ischnasmós Transliteration B: ischnasmos Transliteration C: ischnasmos Beta Code: i)sxnasmo/s

English (LSJ)

ὁ, reducing treatment, τοῦ σώματος Hp.Fract.14.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχνασμός: ὁ, = ἴσχνανσις, Ἱππ. π. Ἀγμ. 762.

Greek Monolingual

ἰσχνασμός, ὁ (Α)
η ίσχνανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχναίνω + κατάλ. -ασμός (πρβλ. κραδασμός, μαρασμός)].

German (Pape)

ὁ, = ἴσχνανσις, Hippocr.