ἱερόδακρυς

Revision as of 12:30, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

υ, gen. υος, epith. of λίβανος, A with hallowed tears or gum, Melanipp. 1.

German (Pape)

[Seite 1241] υος, λίβανος, heilige Thräne, Melanippds. bei Ath. XIV, 651 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερόδακρῠς: ῠ, γεν. -υος, ἐπίθ. τοῦ λιβάνου, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἱερῶν δακρύων, ἱερόδακρυν λίβανον Μελανιππίδης παρ’ Ἀθην. 651F (Μελανιππ. Ἀποσπ. 1).

Greek Monolingual

ἱερόδακρυς, -υ (Α)
(για το λιβάνι) αυτός που αποτελείται από ιερά δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -δακρυς (< δάκρυ), πρβλ. απειρό-δακρυς, πολύ-δακρυς].