ὀσμύλος
English (LSJ)
(parox.), ὁ, = foreg., Id. ap. Ath.7.318e, Ael.NA5.44, Opp.H.1.307,310.II v. l. for μορμύρος, Arist.HA570b20, cf. Ael.NA9.45.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ὀσμύλος: ὁ, διάφ. γραφ. ἀντὶ μόρμυρος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 7, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 5. 44., 9. 45.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sorte de polype de mer qui exhale une odeur forte, poisson.
Étymologie: ὀσμή.
Greek Monolingual
ὀσμύλος, ὁ (Α)
1. είδος πολύποδα, η οσμύλη
2. (δ. ανάγν.) μορμύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + επίθημα -ύλος (πρβλ. αρκτ-ύλος)].
Russian (Dvoretsky)
ὀσμύλος: ὁ Arst. = ὀσμύλη.