ὀρχηδόν

Revision as of 12:50, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv., (ὄρχος) A in a row, one after another, man by man, λάξεσθαι Hdt.7.144 ; wrongly explained as = ἄνδρας καὶ παῖδας, γυναῖκας δὲ οὔ, Sch.Aristid.3.597,599 D.; also, = ἡβηδόν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 389] der Reihe nach, Mann für Mann, Her. 7, 144.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρχηδόν: Ἐπίρρ. (ὄρχος) καθ’ ἕνα ἕκαστον ἄνδρα, κατ’ ἄνδρα, κατὰ κεφαλήν, Λατ. viritim, Ἡρόδ. 7. 144· ὡς τὸ ἡβηδὸν καὶ τὸ Ὁμηρ. ἀνδρακάς, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστείδ. 3. 597, 599.

French (Bailly abrégé)

adv.
par rangées, homme par homme.
Étymologie: ὄρχος, -δον.

Greek Monolingual

ὀρχηδόν (Α)
επίρρ. βλ. ορχιδόν.

Greek Monotonic

ὀρχηδόν: (ὄρχος), επίρρ., σε σειρά, ο ένας μετά τον άλλο, άντρας προς άντρα, Λατ. viritim, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρχηδόν: adv. поодиночке, один за другим: ὀ. ἕκαστος Her. каждый в отдельности.

Middle Liddell

ὄρχος
in a row, one after another, man by man, Lat. viritim, Hdt.