ὁρμιηβόλος
English (LSJ)
ον, A throwing a line, AP6.196 (Stat. Flacc.), 7.693 (Apollonid.). [ῐ possible in the former, certain in the latter.]
German (Pape)
[Seite 382] die Angelschnur werfend, der Angler; Apollnds. 26 (VII, 693); Flacc. 4 (VI, 196).
Greek (Liddell-Scott)
ὁρμῑηβόλος: -ον, ὁ ῥίπτων ὁρμιάν, Ἀνθ. Π. 6. 196., 7. 693.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui jette sa ligne, pêcheur à la ligne.
Étymologie: ὁρμιά, βάλλω.
Greek Monolingual
ὁρμιηβόλος, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που ρίχνει στη θάλασσα την ορμιά, δηλ. ο ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμιά + -βόλος (< βάλλω)].
Greek Monotonic
ὁρμῐηβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που ψαρεύει ρίχνοντας πετονιές, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὁρμῑηβόλος: ὁ Anth. = ὁρμιατόνος.