ὑετόεις
English (LSJ)
[ῡ], εσσα, εν, A = ὑέτιος 1.1, dub. l. in AP9.525.21.
German (Pape)
[Seite 1175] εσσα, εν, zum Regen gehörig, regnig, Apollo heißt so Hymn. (IX, 525, 21).
Greek (Liddell-Scott)
ὑετόεις: [ῡ], εσσα, εν, = ὑέτιος, Ἀνθ. Π. 9 525, 21.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
de pluie, pluvieux.
Étymologie: ὑετός.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
(ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που φέρνει ραγδαίες βροχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑετός «βροχή» + -όεις].
Greek Monotonic
ὑετόεις: [ῡ], -εσσα, -εν, βροχερός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὑετόεις: όεσσα, όεν Anth. = ὑέτιος.
Middle Liddell
ὑ¯ετόεις, εσσα, εν
rainy, Anth. [from ὑ¯ετός]