ὑέτιος
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
α, ον,
A rainy, bringing rain, ἄνεμοι Arist.Pr. 940b33; Ζεὺς ὑ. Id.Mu.401a18, SIG1107.4 (Cos. iii/ii B.C.), Corn. ND9 (so ὁ Ὑ. alone, Annuario 8/9.321 (Rhodes)); ὑετιώτερος νότος Thphr. Vent.7; cf. ὑετός ΙΙ.
2 of or belonging to rain, ὕδωρ ὑ. a fall of rain, Id.Sign.28; ὑ. ὕδατα rain-water, Plu.2.911ftit.; ὑέτια ἦν it was rainy weather, Hp.Epid.4.18; ὐετίων δὲ μὴ ἐχφέρειν wool shall not be brought out (for sale) in rainy weather, GDIiv p.876 (Ionia, iv B. C.).
II Subst. ὑέτιος, ὁ, name of a stone. Cyran. 39.
German (Pape)
[Seite 1175] regnig, Regen bringend; Arist. probl. 26, 7; ἄνεμος, Theophr. de vent. p. 403; bes. Ζεὺς ὑέτιος, Zeus, der regnen läßt, Arist. mund. 7; νότος, Ep. ad. 384 (IX, 131); ἀτραπός, Antp. Sid. 107 (VII, 398); ὕδωρ, = ὄμβριον, Plut. Qu. nat. 2.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
pluvieux.
Étymologie: ὑετός.
Russian (Dvoretsky)
ὑέτιος: (ῡ) дождевой, приносящий дождь (ἄνεμος Arst.): ὑέτια ὕδατα Plut. дождевые воды.
Greek (Liddell-Scott)
ὑέτιος: [ῡ], -α, -ον, ὀμβροφόρος, βροχερός, ἄνεμοι Ἀριστ. Προβλ. 26. 7· Ζεὺς ὑ., Jupiter pluvius, ὁ αὐτ. π. Κόσμ. 7. 2 ὑετιώτερος νότος Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 7. 2) ὁ ἀνήκων εἰς βροχὴν ἢ ἐκ βροχῆς προερχόμενος, ὑέτ. ὕδατα, βρόχινα ὕδατα, Πλούτ. 2. 911F· ὑέτια ἦν, ὁ καιρὸς ἦτο βροχερός, Ἱππ. 1125F. ὡσαύτως ὑετία, ἡ, Πτολ., κλπ. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σελ. 783.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑέτιος, -ία, -ον, ΝΑ, και ιων. τ. θηλ. ὑετίη Α ὑετός
αυτός που φέρνει βροχή ή αυτός που συνοδεύεται από βροχή, βροχερός
αρχ.
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από βροχή
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑέτιος
ονομασία λίθου
3. φρ. «Ζεὺς ὑέτιος» — προσωνυμία του Διός ως του θεού που στέλνει στους ανθρώπους τον υετό.
Translations
rainy
Arabic: مَطِر, مَاطِر, مُمْطِر; Armenian: անձրևոտ; Aromanian: pluios, pluiros; Asturian: lluviosu; Azerbaijani: yağışlı, yağmurlu; Basque: euritsu; Belarusian: дажджысты, дажджлі́вы, дажджавы; Bikol Central: mauran; Bulgarian: дъждовен, дъждовит; Catalan: plujós; Cantonese: 多雨; Mandarin: 多雨; Czech: deštivý; Danish: regnfuld; Dutch: regenachtig; Esperanto: pluva; Estonian: vihmane; Finnish: sateinen; French: pluvieux; Friulian: ploiôs; Galician: chuvioso; Georgian: წვიმიანი; German: regnerisch; Greek: βροχερός; Ancient Greek: ἀνομβρήεις, βροχικός, δίομβρος, ἐνυδρίας, ἐξυδρίας, ἐπίβροχος, ἐπόμβριος, ἔφυδρος, κατόμβριμος, κάτομβρος, νότινος, νότιος, ὀμβρήρης, ὀμβρηρός, ὄμβριος, ὀμβρῶδες, ὀμβρώδης, ὑγρός, ὑέτιος, ὑετόεις, ὑετῶδες, ὑετώδης; Hebrew: גָּשׁוּם; Hungarian: esős; Ingrian: vihmakas, saekas, itkuin; Irish: fliuch, fearthainneach, báistiúil; Italian: piovoso, pluviale; Japanese: 雨が降る, 雨の, 雨降りの, 雨の多い; Kalmyk: хурта, хур-бората; Kazakh: жаңбырлы; Arabic: جاڭبىرلى; Khakas: наңмырлығ; Korean: 비가 오는 oneun), 우중의; Lao: ມີຝົນ; Latin: pluviosus, imbridus; Latvian: lietains; Lithuanian: lietingas; Macedonian: дождлив; Manchu: ᠠᡤᠠᠩᡤᠠ; Maori: hāuaua; Middle English: reyny; Mongolian Cyrillic: бороотой; Mongolian: ᠪᠣᠷᠤᠭ᠋ᠠᠲᠠᠢ; Nanai: тугдэку; Norwegian Bokmål: regnfull; Nynorsk: regnfull; Occitan: plujós; Persian: بارانی; Plautdietsch: räajnisch; Polish: deszczowy, dżdżysty; Portuguese: chuvoso, pluvioso; Romanian: ploios; Russian: дождливый, дождевой; Sardinian: proghinosu, pioanu; Serbo-Croatian Cyrillic: кѝшан; Roman: kìšan; Shor: нағбурлығ; Sicilian: chiuvusu; Slovak: daždivý; Slovene: deževen; Spanish: lluvioso, pluvioso; Swedish: regnig; Tagalog: maulan; Turkish: yağmurlu; Tuvan: частыг, чаашкынныг; Ukrainian: дощовий, дощовитий; Uzbek: yomgʻirli; Venetian: piovàn; Vietnamese: trời mưa, có mưa; Written Oirat: ᡍᡇᠷᡐᠠᡅ; Yakut: самыырдаах; Yiddish: נאַס