ἡ, A diarrhoea, Hp.Prorrh.2.23.
[Seite 1188] ἡ, das Ausgehen od. Abführen von unten, bes. durch den Stuhlgang, Medic.
ὑπέξοδος: ἡ, ἀκούσιος ἀφόδευσις, κένωσις τῆς κοιλίας, Ἱππ. Προρρ. 106.
ἡ, Α ἔξοδοςακούσια κένωση της κοιλιάς.