[κῑ], Ep. for ὑποκινέω, impf. A ὑπεκίνυον Q.S.4.510 (s. v.l.):—Pass., ποσὶν δ' ὑπεκίνυτο γαῖα Id.3.36.
και ὑποκινύω Α(επικ. τ.) βλ. υποκινώ.