ὑποκινέω

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκῑνέω Medium diacritics: ὑποκινέω Low diacritics: υποκινέω Capitals: ΥΠΟΚΙΝΕΩ
Transliteration A: hypokinéō Transliteration B: hypokineō Transliteration C: ypokineo Beta Code: u(pokine/w

English (LSJ)

A move softly or lightly, Ζεφύρου ὑποκινήσαντος (sc. τὸ κῦμα) Il.4.423 (better ὕπο κ., v. Sch. A), cf. Plu.2.596c, etc.:—Pass., of the apparent vibration of the moon, Ptol.Tetr.101.
2 metaph., urge gently on, so as to make him speak, Pl.Chrm.162d, Plu.Aem. 9; ὑ. ἔγκλημα Luc.Eun.13; cf. κινέω A. 11.2.
II intr., move a little, οὐδεμία πόλις ἂν ὑπεκίνησε not a single city would have stirred a finger, Hdt.5.106, cf. Ar.Ra.644, X.Cyn.3.6; ἐπ' ἐφέδρου ὅτι μὴ ὑποκινήσει on a chair which will not shake, Hp.Morb.2.47.
2 metaph., to be deranged in mind, ὁ.. μαινόμενος καὶ ὑποκεκινηκώς Pl. R.573c.

German (Pape)

[Seite 1220] 1) unten od. ein wenig, leicht bewegen; Ζεφύρου ὑποκινήσαντος, sc. κῦμα, Il. 4, 423; übertr., ein wenig reizen, Plat. Charm. 162 d; Plut. Aem. Paull. 9. – 2) intrans., sich ein wenig bewegen; οὐδεμίη πόλις ὑπεκίνησε Her. 5, 106; Ar. Ran. 644. – Übertr., etwas verrückt sein, Plat. Rep. IX, 573 c vrbdn ὁ μαινόμενος καὶ ὑποκεκινηκώς; Sp., wie Luc. Eun. 13.

French (Bailly abrégé)

ὑποκινῶ :
1 tr. soulever légèrement ; fig. exciter, pousser;
2 intr. se soulever, se remuer, s'agiter;
3 au part. pf. ὑποκεκινηκώς qui a l'esprit troublé ou dérangé.
Étymologie: ὑπό, κινέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκῑνέω:
1 немного шевелить, возбуждать: Ζεφύρου ὑποκινήσαντος Hom. под легким дуновением ветра; ὑ. τινι πόλεμον Plut. разжигать войну против кого-л.; τὸ ἔγκλημά τινος ὑ. Luc. возбуждать обвинение в чем-л.;
2 подзадоривать, подстрекать (τινα Plat.);
3 шевелиться, волноваться, трогаться, Her., Arph., Xen.: ὑποκεκινηκώς перен. Plat. тронутый, спятивший.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκῑνέω: κινῶ ἠρέμα ἢ ἐλαφρῶς, Ζεφύρου ὑποκινήσαντος (ἐξυπακ. τὸ κῦμα) Ἰλ. Δ. 423˙ πρβλ. Πλούτ. 2. 596C, κλπ. 2) μεταφ., παρακινῶ τινα μὲ τρόπον ὥστε νὰ ὁμιλήσῃ, Πλάτ. Χαρμ. 162D, Πλουτ. Αἰμίλ. 9˙ ὑπ. ἔγκλημα Λουκ. Εὐνοῦχ. 13˙ πρβλ. κινέω ΙΙ. 2. ΙΙ. ἀμεταβ., κινοῦμαι ὀλίγον, οὐδεμία πόλις ἂν ὑπεκίνησε, οὐδεμία ἤθελε κινηθῇ οὑδὲ κατ’ ἐλάχιστον, Ἡρόδ. 2. 106, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατράχ. 644˙ «ὑπομένει πανταχοῦ ἰχνευόμενος ἐὰν μή τι τῆς νυκτὸς περίφοβος γένηται˙ παθὼν δὲ τοῦτο ὑποκινεῖ» (περὶ λαγοῦ) Ξενοφ. Κυνηγ. 5. 12. 2) μεταφορ. πάσχω τὰς φρένας, ὁ... μαινόμενος καὶ ὑποκεκινηκὼς Πλατ. Πολ. 573C. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 492.

Greek Monotonic

ὑποκῑνέω: μέλ. -ήσω,
I. 1. κινώ ήρεμα, ελαφρά, Ζεφύρου ὑποκινήσαντος (ενν. τὸ κῦμα), σε Ομήρ. Ιλ.
2. μεταφ., παρακινώ κάποιον με τρόπο, ώστε να μιλήσει, σε Πλάτ.
II. 1. αμτβ., κινούμαι λιγάκι, κινούμαι, σαλεύω ένα δάκτυλο, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
2. μεταφ., διαταράσσομαι στο μυαλό, γίνομαι ανισόρροπος, παράφρων, σε Πλάτ.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to move lightly, Ζεφύρου ὑποκινήσαντος (sc. τὸ κῠμἀ Il.
2. metaph. to urge gently on, Plat.
II. intr. to move a little, stir a finger, Hdt., Ar.
2. metaph. to be deranged, Plat.