υποκινώ
From LSJ
Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück
Greek Monolingual
ὑποκινῶ, -έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑποκίνυμι και ὑποκινύω Α κινῶ
διεγείρω, παρακινώ, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι (α. «την εξέγερση υποκίνησαν προβοκάτορες» β. «ὑπεκίνει Γαλάτας», Πλούτ.)
αρχ.
1. κουνώ κάτι ελαφρά («ὑποκινούμε νον κῡμα», Πολυδ.)
2. (αμτβ.) α) κινούμαι λίγο
β) (για πρόσ.) είμαι λίγο εκτός εαυτού («καὶ μὴν ὅγε μαινόμενος καὶ ὑποκεκινηκὼς οὐ μόνον ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ θεῶν ἐπιχειρεῖ τε καὶ ἐλπίζει δυνατὸς εἶναι ἄρχειν», Πλάτ.).