οῦ, Dor. -τάς, ὁ, A howling, λύκος ὠ. Hymn.Is.47.
ὠρυκτής: Δωρ. -τάς, ὁ, ὁ σκάπτων, σκαρφεύς, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 47.
και δωρ. τ. ὠρυκτάς, ὁ, Ασκαφέας, σκαφτιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι, με ουρανική παρέκταση -κ-].