ὠρυκτής

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠρυκτής Medium diacritics: ὠρυκτής Low diacritics: ωρυκτής Capitals: ΩΡΥΚΤΗΣ
Transliteration A: ōryktḗs Transliteration B: ōryktēs Transliteration C: oryktis Beta Code: w)rukth/s

English (LSJ)

ὠρυκτοῦ, Dor. ὠρυκτάς, ὁ, howling, λύκος ὠ. Hymn.Is.47.

Greek (Liddell-Scott)

ὠρυκτής: Δωρ. -τάς, ὁ, ὁ σκάπτων, σκαρφεύς, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 47.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ὠρυκτάς, ὁ, Α
σκαφέας, σκαφτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι, με ουρανική παρέκταση -κ-].

Translations