ὠρυκτής
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
Full diacritics: ὠρυκτής | Medium diacritics: ὠρυκτής | Low diacritics: ωρυκτής | Capitals: ΩΡΥΚΤΗΣ |
Transliteration A: ōryktḗs | Transliteration B: ōryktēs | Transliteration C: oryktis | Beta Code: w)rukth/s |
ὠρυκτοῦ, Dor. ὠρυκτάς, ὁ, howling, λύκος ὠ. Hymn.Is.47.
ὠρυκτής: Δωρ. -τάς, ὁ, ὁ σκάπτων, σκαρφεύς, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 47.
και δωρ. τ. ὠρυκτάς, ὁ, Α
σκαφέας, σκαφτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι, με ουρανική παρέκταση -κ-].