α, ον, A light, swift, EM135.24, 262.7.
[Seite 843] schnell, geschwind, VLL.
ῥιμφᾰλέος: -α, -ον, ἐλαφρός, ταχύς, εὐκίνητος, Ἐτυμολ. Μέγ. 262, κλ.
-α, -ον, Αελαφρός, ευκίνητος, γρήγορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίμφα «γρήγορα, ελαφρά» + κατάλ. -αλέος (πρβλ. θαρρ-αλέος, οτρ-αλέος)].