γάθω, Dor. for γηθέω, γήθω. γαθία· ἀλλαντία, Hsch.
γᾱθέω: γάθω, Δωρ. ἀντὶ γηθέω, γήθω.
γᾱθέω 1 be delighted ἃν περὶ ψυχὰν ἐπεὶ γάθησεν (P. 4.122) παλαιαῖσι δ' ἐν ἀρεταῖς γέγαθε Πηλεὺς ἄναξ, ὑπέραλλον αἰχμὰν ταμών (cf. (O. 1.14) —5) (N. 3.33)
γᾱθέω: γάθω, Δωρ. αντί γηθέω, γήθω.
γᾱθέω: дор. = γηθέω.