θυηπολικός

Revision as of 15:20, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ή, όν, A sacrificial, πῦρ, μέρος, Iamb.Myst.5.11,18; θεσμός Zos.4.59.

German (Pape)

[Seite 1222] die Opfer betreffend, Sp.

Greek Monolingual

θυηπολικός, -ή, -όν (Α) θυηπόλος
αυτός που ανήκει ή αρμόζει στη θυσία.