θυηπολικός
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
θυηπολική, θυηπολικόν, sacrificial, πῦρ, μέρος, Iamb.Myst.5.11,18; θεσμός Zos.4.59.
German (Pape)
[Seite 1222] die Opfer betreffend, Sp.
Greek Monolingual
θυηπολικός, -ή, -όν (Α) θυηπόλος
αυτός που ανήκει ή αρμόζει στη θυσία.