ἀειδίνητος
English (LSJ)
[ῑ], ον, A ever-revolving, ἄτρακτος, σφαῖρα, AP6.289 (Leon.), Nonn.D.6.87.
Greek (Liddell-Scott)
ἀειδίνητος: [ῖ], -ον, ὁ ἀεὶ περιστρεφόμενος, Ἀνθ. Π. 6. 289.
French (Bailly abrégé)
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῑ-]
que gira constantemente, ἄτρακτος AP 6.289 (Leon.), κύκλος Gr.Naz.M.37.780, cf. Anecd.Ludw.149.19, σφαῖρα Nonn.D.6.87, κίνησις Dion.Ar.CH 15.9.
Greek Monotonic
ἀειδίνητος: [ῑ], -ον (δινέω), αυτός που περιστρέφεται συνεχώς, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀειδίνητος: (δῑ) вечно вращающийся (ἄτρακτος Anth.).
Middle Liddell
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀειδίνητος -ον ἀεί, δινέω altijd draaiend.