ἀειδίνητος

Revision as of 16:15, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

[ῑ], ον, A ever-revolving, ἄτρακτος, σφαῖρα, AP6.289 (Leon.), Nonn.D.6.87.

Greek (Liddell-Scott)

ἀειδίνητος: [ῖ], -ον, ὁ ἀεὶ περιστρεφόμενος, Ἀνθ. Π. 6. 289.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tourne toujours.
Étymologie: ἀεί, δινέω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῑ-]
que gira constantemente, ἄτρακτος AP 6.289 (Leon.), κύκλος Gr.Naz.M.37.780, cf. Anecd.Ludw.149.19, σφαῖρα Nonn.D.6.87, κίνησις Dion.Ar.CH 15.9.

Greek Monotonic

ἀειδίνητος: [ῑ], -ον (δινέω), αυτός που περιστρέφεται συνεχώς, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀειδίνητος: (δῑ) вечно вращающийся (ἄτρακτος Anth.).

Middle Liddell

δινέω
ever-revolving, Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀειδίνητος -ον ἀεί, δινέω altijd draaiend.