μάταν

Revision as of 16:45, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class=foreign>" to "")

English (LSJ)

Adv., Dor. for μάτην. II μάταν· ἡ λύγξ, ἔνιοι δὲ ματακὸς ἢ ματακόν, Hsch. μάταξα, ἡ, A v. μέταξα. μάταρος· στέφανος μεμαρασμένος, Id. (fort. μαδαρός).

Greek (Liddell-Scott)

μάταν: ἐπίρρ., Δωρ. ἀντὶ τοῦ μάτην, Πίνδ., Τραγ.

English (Slater)

μᾰτᾱν
   1 to no purpose τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; (O. 1.83)

Greek Monolingual

(I)
μάταν (Α)
(δωρ.τ.) βλ. μάτην.
(II)
μάταν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ λύγξ, ἔνιοι δὲ ματακὸς ἢ ματακόν».

Greek Monotonic

μάταν: Δωρ. αντί μάτην.

Russian (Dvoretsky)

μάτᾱν: (μᾰ) adv. дор. = μάτην.