μετόπωρον

Revision as of 16:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

English (LSJ)

τό (later μεθόπωρον (q.v.)), A = φθινόπωρον, late autumn, Hp.Aër.6; τοῦ ἔτους πρὸς μετόπωρον ἤδη ὄντος Th.7.79: coupled with ἔαρ, θέρος, χειμών, Arist.GA784a19: metaph., τὸ μ. τοῦ κάλλους Philostr.Ep. 51.

Greek (Liddell-Scott)

μετόπωρον: τό, τὸ μετὰ τὴν ὀπώραν, = φθινόπωρον, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283, Θουκ. 7. 79· μνημονεύεται μετὰ τῶν λέξεων: ἔαρ, θέρος, χειμών, Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσεως 5. 3, 35· - Καθ’ Ἡσύχ.: «μετόπωρον· μετὰ τὴν ὀπώραν, τροπὴ μετὰ θέρος».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
fin de l’automne, automne.
Étymologie: μετά, ὀπώρα.

Greek Monolingual

μετόπωρον, τὸ (ΑΜ, Μ και μετάπωρον)
η εποχή του έτους η οποία ακολουθεί το δεύτερο μισό του καλοκαιριού, το φθινόπωρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -όπωρον (< ὀπώρα «φθινόπωρο»)].

Greek Monotonic

μετόπωρον: τό (ὀπώρα), προχωρημένο φθινόπωρο, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

μετόπωρον: τό осень Thuc., Arst.

Middle Liddell

μετ-όπωρον, ου, τό, ὀπώρα
late autumn, Thuc.

English (Woodhouse)

autumn, fall of the year