λαμπαδηφορία

Revision as of 21:00, 8 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

Ion. λαμπαδηφορίη, ἡ, A = torch race, torchrace, torch-race, lampadedromy, λαμπαδηδρομία, Hdt.8.98.

German (Pape)

[Seite 11] ἡ, das Fackeltragen, eine Art Fackellauf, Her. 8, 98.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de porter un flambeau dans les courses.
Étymologie: λαμπαδηφόρος.

Greek Monolingual

η (AM λαμπαδηφορία, Α ιων. τ. λαμπαδηφορίη) λαμπαδηφόρος
πομπή, παρέλαση ή αγώνας δρόμου κατά τη νύχτα με αναμμένους δαυλούς.

Greek Monotonic

λαμπᾰδηφορία: Ιων. λαμπαδηφορίη, , = λαμπαδηδρομία, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

λαμπᾰδηφορία: ион. λαμπᾰδηφορίη ἡ несение факелов (во время лампадодромии) Her., Plat.

Middle Liddell

λαμπᾰδηφορία, ἡ, = λαμπαδηδρομία, Hdt.]