κρατέρωμα

Revision as of 12:40, 16 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<*>" to "<abbr title="Illegible text in print source">†</abbr>")

English (LSJ)

ος, τό, kind of A bronze, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰτέρωμα: τό, «κρατερώματα· μῖξις χαλκοῦ καὶ κασσιτέρου» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

το
χημ. κράμα χαλκού και κασσιτέρου, γνωστό και ως μπρούντζος
2. φρ. «κρατέρωμα πυριτίου» — κράμα χαλκού και πυριτίου, αλλ. μπρούντζος πυριτίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. bronze].